ομόκλαρος

ομόκλαρος
ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”